- παξιμαδιάζω
- [παξιμάδι]1. φρυγανίζω το ψωμί για να γίνει παξιμάδι2. (αμτβ.) γίνομαι σκληρός σαν παξιμάδι3. μτφ. (για πρόσ.) απισχναίνομαι, αδυνατίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παξιμάδιασμα — το [παξιμαδιάζω] 1. η μεταβολή σε παξιμάδι, η παρασκευή παξιμαδιών 2. μτφ. η απίσχνανση, το αδυνάτισμα … Dictionary of Greek